Η αλήθεια είναι ότι εδώ και μέρες, δηλαδή… εβδομάδες ολόκληρες τρωγόμουν με τα ρούχα μου για να βρω κάτι να γράψω. Η σιγή ασυρμάτου που είχε πέσει μετά τις εικόνες ντροπής της πρεμιέρας της ελληνικής Α1 κάπου όμως φτάνει στο τέλος της. Και ευτυχώς που βρέθηκε ο Σάρας (τι ποιος Σάρας;) να μου φτιάξει ξανά το κέφι και να με κάνει να περιμένω με αγωνία να ρουφήξω κάθε δευτερόλεπτο του ίσως πιο αδιάφορου αγώνα της 5ης ημέρας της πρώτης φάσης της Ευρωλίγκα ανάμεσα στη Λιέτουβος Ρίτας και την Τσιμπόνα το βράδυ στις οκτώ παρά τέταρτο.
Ολες τις προηγούμενες εβδομάδες γνωρίζοντας πως ο Ομπράντοβιτς δεν τον θέλει πια στο ρόστερ του Παναθηναϊκού επιλέγοντας να πορευθεί με τους Τέπιτς και Καλάθη που κάποια στιγμή θα έπρεπε ούτως ή άλλως να πάρουν τις ευκαιρίες και τον χρόνο που τους αναλογεί, μελαγχολούσα βλέποντας έναν από τους πλέον αγαπημένους μου παίκτες από τις εποχές που στα τέλη της δεκαετίας του ’90 έπαιζε στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ να βρίσκεται στα αζήτητα. Ο ίδιος ο Γιασικεβίτσιους, επιλέγοντας στα 34 του να… νοικοκυρευτεί και να γίνει πατέρας για πρώτη φορά στη ζωή του, είχε επιλέξει παράλληλα το δρόμο της μοναξιάς. Προς το παρόν φάνηκε ότι θα έβαζε πάνω από την προσωπική ευτυχία τη νέα του φαμίλια αφού αρνήθηκε πεισματικά όλες τις προηγούμενες προτάσεις εκτός Ελλάδας, τόσο από τη Μακαμπί Τελ Αβίβ, όσο και από την Ουνικάχα Μάλαγα, την Ρόμα και τη Λιέτουβος Ρίτας που είχαν χτυπήσει την πόρτα του τους τρεις προηγούμενους μήνες. Η προοπτική να μετακομίσει όλη η οικογένεια σε μια χώρα μακριά από την Ελλάδα δίχως βοήθεια από συγγενικά πρόσωπα τρόμαζε τον ίδιο και την οικογένεια που εδώ εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω είχε αμέριστη συμπαράσταση. Στο Βίλνους άλλωστε, τη γενέτειρά του, ανάλογη βοήθεια δεν… προβλεπόταν.
Όμως το σαράκι, όσο καιρό έκανε προπονήσεις στη φιλόξενη για αυτόν γειτονιά του Περιστερίου δεν θα μπορούσε να κατατρώει τα σωθικά του για πολύ καιρό ακόμη. Η δεύτερη συνεχόμενη πρόταση της Λιέτουβος τον βρήκε… μπόσικο και δεν άργησε να πει το ναι για μία τελευταία (;) παράσταση στα γήπεδα της διοργάνωσης που του αξίζει, της Ευρωλίγκα. Στο μέρος όπου μεγάλωσε, στην πόλη όπου ανδρώθηκε, αγαπήθηκε και έγινε γνωστός στο μακρινό 1998 παίζοντας όλη κι όλη μία σεζόν καθιερώνοντας τη φανέλα με το Νο13. Εκεί λοιπόν θα πάρει ξανά τη μπαγκέτα του να αυτοσχεδιάσει, να καταστρατηγήσει τα συστήματα του προπονητή, να βγάλει ασίστ που αφήνουν το στόμα του θεατή ανοιχτό, να κάνει πλονζόν στο παρκέ για να σώσει μία μπάλα, να γκρινιάξει στους διαιτητές, να κοιτάξει με το… χάσκι μάτι του τον αντίπαλο και να τον ζαλίσει. Ο Σάρας που αγάπησα και που όσα χρόνια ακόμη και αν παίζει μπάσκετ θα συνεχίσω να λατρεύω…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου